Λέξη: υπέρβαρος
Σχετικές λέξεις: υπέρβαρος
υπέρβαρος παχύσαρκος, υπέρβαροσ ή παχύσαρκοσ, υπέρβαρος δίαιτα
Συνώνυμα: υπέρβαρος
υπερβολή, υπερβολικός, επικρατέστερος, επικρατών
Μεταφράσεις: υπέρβαρος
υπέρβαρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overweight, are overweight
υπέρβαρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sobrepeso, el sobrepeso, con sobrepeso, exceso de peso, de sobrepeso
υπέρβαρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übergewicht, Übergewicht, übergewichtig, gewichtig
υπέρβαρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suprématie, avantage, supériorité, prépondérance, embonpoint, surpoids, en surpoids, surcharge pondérale, l'embonpoint
υπέρβαρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sovrappeso, in sovrappeso, peso eccessivo, di peso eccessivo, sovra peso
υπέρβαρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excesso de peso, sobrepeso, acima do peso, com sobrepeso, overweight
υπέρβαρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
te zwaar, overgewicht, met overgewicht, overwogen, zwaar
υπέρβαρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предпочтение, преимущество, перевес, преобладание, превосходство, избыточный вес, избыточного веса, избыточным весом, лишний вес, избыточной массы тела
υπέρβαρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overvekt, overvektig, vektig, overvektige, vektige
υπέρβαρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övervikt, överviktiga, overweight, överviktig, viktiga
υπέρβαρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tanakka, ylipainoinen, ylipainoisia, ylipaino, ylipainoon, ylipainon
υπέρβαρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overvægt, overvægtige, overvægtig
υπέρβαρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
převaha, nadváha, nadváhou, nadváhu, nadváhy, s nadváhou
υπέρβαρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
otyłość, nadwaga, przewaga, nadwagą, nadwagę, nadwagi, z nadwagą
υπέρβαρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túlsúlyos, túlsúly, a túlsúly, túlsúllyal, túlsúlyosság
υπέρβαρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kilolu, fazla kilolu, aşırı kilolu, şişman, aşırı kilo
υπέρβαρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевага, надмірна вага, надлишкову вагу, надлишкова вага, надмірну вагу, зайва вага
υπέρβαρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbipeshë, mbi peshë, peshë, mbipesha, mbipeshës
υπέρβαρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наднормено тегло, Наднорменото тегло, свръхтегло, наднормено, с наднормено тегло
υπέρβαρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
залішняя вага, залішнюю вагу, лішнюю вагу, лішняя вага
υπέρβαρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülekaaluline, ülekaalulisuse, ülekaalulised, ülekaaluliste, ülekaalulisus
υπέρβαρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preopteretiti, pretežak, težine, prekomjerne težine, pretili, prekomjerne tjelesne težine
υπέρβαρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirvigt, of þung, yfirþyngd, of þungur, of þungir
υπέρβαρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
antsvoris, antsvorio, antsvorį, antsvoriu, viršsvorio
υπέρβαρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virssvars, liekais svars, lieko svaru, liekā svara
υπέρβαρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
со прекумерна тежина, прекумерна тежина, дебели, тежина, прекумерната тежина
υπέρβαρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excesul de greutate, supraponderali, excesului de greutate, supraponderal, supraponderale
υπέρβαρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prekomerno telesno težo, pretežkih, prekomerna telesna teža, prekomerno težo, prekomerne telesne teže
υπέρβαρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nadváha, nadváhu
Τυχαίες λέξεις