Moo στα ελληνικά
Μετάφραση: moo, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκανίζω, μουγκανιτό, μουγκρητού, Moo, μουγκρητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- appropriated στα ελληνικά - ιδιοποιηθεί, ιδιοποιήθηκε, πιστωθεί, οικειοποιήθηκαν, διατεθεί
- biodegradation στα ελληνικά - βιοαποικοδόμηση, βιοαποικοδόμησης, βιοαποδόμησης, βιοδιάσπασης, βιοδιάσπαση
- brier στα ελληνικά - ρείκι, Brier, είδος βάτου, πρίνου, είδος πρίνου
Τυχαίες λέξεις
Moo στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκανίζω, μουγκανιτό, μουγκρητού, Moo, μουγκρητό
Μεταφράσεις: μουγκανίζω, μουγκανιτό, μουγκρητού, Moo, μουγκρητό