Newly στα ελληνικά

Μετάφραση: newly, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφατα, νέα, προσφάτως, νέο, νέων
Newly στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amorphously στα ελληνικά - άμορφα
  • astrometry στα ελληνικά - αστρομετρία
  • cashbox στα ελληνικά - Cashbox, Τερματικά, ταμείου
Τυχαίες λέξεις
Newly στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφατα, νέα, προσφάτως, νέο, νέων