Norm στα ελληνικά

Μετάφραση: norm, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρότυπο, νόρμα
Norm στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adhering στα ελληνικά - τήρηση, προσκολλημένο, συγκόλληση, προσκόλληση, ακολουθώντας
  • bonanza στα ελληνικά - εύρημα, Bonanza, φλέβα, χρυσωρυχείο, φλέβας
Τυχαίες λέξεις
Norm στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρότυπο, νόρμα