Occupational στα ελληνικά

Μετάφραση: occupational, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαγγελματικός, επαγγελματικά, επαγγελματικές, επαγγελματική, επαγγελματικής, επαγγελματικών
Occupational στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adjournments στα ελληνικά - αναβολών, αναβολές, διακοπών, διακοπών που, αναβολών που
  • admired στα ελληνικά - θαύμαζα, θαύμαζε, θαύμασαν, αξιοθαύμαστη, θαυμάζουν
Τυχαίες λέξεις
Occupational στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαγγελματικός, επαγγελματικά, επαγγελματικές, επαγγελματική, επαγγελματικής, επαγγελματικών