Of στα ελληνικά

Μετάφραση: of, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
από, του, της, των
Of στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • analogies στα ελληνικά - αναλογίες, αναλογιών, τις αναλογίες, αναλογίες που, οι αναλογίες
  • attractive στα ελληνικά - ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά
  • captivator στα ελληνικά - δελεαστής
Τυχαίες λέξεις
Of στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: από, του, της, των