Owe στα ελληνικά

Μετάφραση: owe, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρωστώ, οφείλω
Owe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amplifies στα ελληνικά - ενισχύει, το ενισχύει
  • basically στα ελληνικά - βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως
  • be στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, είμαι, είναι, να, να είναι, ήταν
  • body-stripping στα ελληνικά - σώμα, το σώμα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός
Τυχαίες λέξεις
Owe στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρωστώ, οφείλω