Own στα ελληνικά

Μετάφραση: own, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατέχω, της]
Own στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • air-permeable στα ελληνικά - διαπερατό από αέρα, διαπερατό από τον αέρα, διαπερατού από αέρα, αεροδιαπερατό, επιτρέπει τη διέλευση αέρα
  • approx στα ελληνικά - περ, περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, τ.μ.
  • armrest στα ελληνικά - υποβραχιόνιο, στήριγμα βραχίονα, υποβραχιονίου, το υποβραχιόνιο
Τυχαίες λέξεις
Own στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατέχω, της]