Peasant στα ελληνικά
Μετάφραση: peasant, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωριάτης, χωρικός, αγρότης, αγροτών, αγρότη, χωρικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alopecia στα ελληνικά - αλωπεκίαση, αλωπεκία, αλωπεκίας, της αλωπεκίας, η αλωπεκία
- bipolar στα ελληνικά - διπολικός, διπολική, διπολικής, διπολικό, διπολικών
- bird στα ελληνικά - κόμματος, πουλί, πτηνών, πουλιών, των πτηνών, πτηνό
Τυχαίες λέξεις
Peasant στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωριάτης, χωρικός, αγρότης, αγροτών, αγρότη, χωρικών
Μεταφράσεις: χωριάτης, χωρικός, αγρότης, αγροτών, αγρότη, χωρικών