Physical στα ελληνικά

Μετάφραση: physical, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσικός, σωματικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής
Physical στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agents στα ελληνικά - πράκτορες, παράγοντες, μέσα, παραγόντων, πρακτόρων
  • batch-free στα ελληνικά - παρτίδα, παρτίδας, παρτίδων, παρτίδες, της παρτίδας
  • bleakness στα ελληνικά - ψυχρότητα, παγερότητα
  • bran στα ελληνικά - πίτουρο, πίτυρα, πίτουρα, πίτουρου, πίτουρων
Τυχαίες λέξεις
Physical στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσικός, σωματικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικής