Pip στα ελληνικά

Μετάφραση: pip, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουκούτσι, PIP, ΡΙΡ, γιγαρτόκαρπο, ΠΔΕ
Pip στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adjuvant στα ελληνικά - ανοσοενισχυτικό, επικουρικό, έκδοχο, επικουρική, επίκουρο
  • alnico στα ελληνικά - κράμα αργιλίου, νικελίου, κοβαλτίου και σίδηρου με σταθερό μαγνητισμό, Alnico, alnico μαγνήτες, Αΐηίοο
  • bonder στα ελληνικά - συσκευή σύνδεσης
  • capaciousness στα ελληνικά - ευρυχωρία
Τυχαίες λέξεις
Pip στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουκούτσι, PIP, ΡΙΡ, γιγαρτόκαρπο, ΠΔΕ