Poor στα ελληνικά

Μετάφραση: poor, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καημένος, φτωχός, πενιχρός
Poor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • authorizations στα ελληνικά - άδειες, εγκρίσεων, αδειών, εγκρίσεις, οι άδειες
  • bulwarks στα ελληνικά - παραπέτα, προπύργια, παραπέτων, κουπαστές, τα παραπέτα
  • canted στα ελληνικά - κεκλιμένη, κεκλιμένης, λοξοτομημένοι, λοξοτομημένος, υπερύψωση
Τυχαίες λέξεις
Poor στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καημένος, φτωχός, πενιχρός