Precedent στα ελληνικά

Μετάφραση: precedent, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προηγούμενο, προηγουμένου, προηγούμενο που, προηγούμενου
Precedent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allured στα ελληνικά - την Allured, της Allured, που allured
  • anymore στα ελληνικά - πια, πλέον, άλλο
  • backtracking στα ελληνικά - υπαναχωρήσεις, οπισθοδρόμηση, αναγκασθεί, οπισθοδρόμησης, υπαναχώρηση
  • benzoic στα ελληνικά - βενζοϊκός, βενζοϊκό, βενζοϊκού, το βενζοϊκό, βενζοϊκά
Τυχαίες λέξεις
Precedent στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προηγούμενο, προηγουμένου, προηγούμενο που, προηγούμενου