Prohibit στα ελληνικά
Μετάφραση: prohibit, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγορεύω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assessable στα ελληνικά - διατιμητός, αξιολογήσιμων, προσδιορίσιμος, φορολογητέων, αξιολογήσιμα
- averted στα ελληνικά - απέτρεψε, αποφεύχθηκε, αποτραπεί, αποφευχθεί, αποφευχθούν
- carabineer στα ελληνικά - καραμπινιέρος
- centralized στα ελληνικά - κεντρική, συγκεντρωτική, κεντρικής, συγκεντρωτικό, κεντρικά
Τυχαίες λέξεις
Prohibit στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγορεύω
Μεταφράσεις: απαγορεύω