Promulgate στα ελληνικά

Μετάφραση: promulgate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακοινώνω, δημοσιεύω, διαδίδω, εκδίδει, δημοσιεύσει, εκδίδει τις
Promulgate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accepted στα ελληνικά - Αποδεκτές, Δεκτές, αποδεκτή, Αποδεκτό, τις αποδεκτές
  • banned στα ελληνικά - απαγορευτεί, απαγορευθεί, απαγόρευσε, απαγορευμένες, απαγορεύτηκε
Τυχαίες λέξεις
Promulgate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακοινώνω, δημοσιεύω, διαδίδω, εκδίδει, δημοσιεύσει, εκδίδει τις