Λέξη: πισινό

Μεταφράσεις: πισινό

πισινό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
backside, butt, ass, bum, rear, the butt

πισινό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trasero, posaderas, culata, colilla, extremo, tope

πισινό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
boden, po, rückseite, heck, gesäß, hintern, arsch, Hintern, Kolben, Stoß, Arsch, Zielscheibe

πισινό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fesses, croupe, verso, postérieur, arrière, crosse, mégot, cul, bout

πισινό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deretano, posteriore, culo, mozzicone, sedere, estremità, di testa

πισινό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nádegas, bunda, bumbum, coronha, extremidade, traseiro

πισινό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bips, bibs, zitvlak, achterste, gat, kont, mikpunt, uiteinde, butt, billen

πισινό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зад, приклад, торец, стык, задница, окурок

πισινό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rumpe, butt, baken, stumpen

πισινό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bak, butt, rumpa, stum, ända, rumpan

πισινό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perukka, takamus, takapuoli, pusku, butt, maalialue, tynnyri, perä

πισινό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bagdel, ende, rumpe, butt, røv, skæfte, skydeskive

πισινό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zadnice, zadek, pažba, nedopalek, butt

πισινό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zadek, tyłek, beczka, kolba, grzbiet, butt

πισινό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csikk, butt, seggét, puttonyos, popsi

πισινό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dip, popo, butt, alın, kıç, uç uca

πισινό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приклад

πισινό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prapanicë, poligon, goditje me kokë, fuçi, qytë

πισινό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приклад, задника, челно, дупето, задник

πισινό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзаду, прыклад, прыклад ад

πισινό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagakülg, tagumik, butt, põkk, jämedama

πισινό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kundak, pikavac, iverak, zadnjica, cigareta

πισινό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rassinn, skaft, Butt, rassinn á, dýrka

πισινό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užpakalis, statinė, šaudykla, nuorūka, papirosgalis

πισινό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pakaļpuse, dibens, sēžamvieta, muca, butt, šaujlauks, resnākā, sadursavienojumu

πισινό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задник, задникот, челно, газот, кундакот

πισινό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fund, îmbinare, cap la cap, fundul, butt

πισινό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zadek, butt, rit, čelno, riti, soležni

πισινό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pažba
Τυχαίες λέξεις