Reason στα ελληνικά
Μετάφραση: reason, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λόγος, αιτιολογία, αιτία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alaska στα ελληνικά - Αλάσκα, Αλάσκας, της Αλάσκας, την Αλάσκα
- breathless στα ελληνικά - λαχανιασμένος, κομμένη την ανάσα, με κομμένη την ανάσα, ανάσα, λαχανιάζετε
Τυχαίες λέξεις
Reason στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λόγος, αιτιολογία, αιτία
Μεταφράσεις: λόγος, αιτιολογία, αιτία