Sarcastic στα ελληνικά

Μετάφραση: sarcastic, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Sarcastic στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adaptor στα ελληνικά - προσαρμογέας, προσαρμογέα, μετασχηματιστή, του προσαρμογέα, προσαρμοστή
  • alliterative στα ελληνικά - παρηχητικός, παρηχητική
  • birthday στα ελληνικά - γενέθλια, γενεθλίων, γενέθλιά, τα γενέθλιά, τα γενέθλια
  • borrower στα ελληνικά - δανειζόμενος
Τυχαίες λέξεις
Sarcastic στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί