Stretching στα ελληνικά

Μετάφραση: stretching, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, που εκτείνεται
Stretching στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absolve στα ελληνικά - απαλλάσσω
  • adularia στα ελληνικά - Αδουλαίος
  • adulteresses στα ελληνικά - μοιχαλίδων, μοιχαλίδες
  • aspirants στα ελληνικά - υποψηφίους, διεκδικητών, ζηλωτές, υποψήφιοι, φιλοδοξούν
Τυχαίες λέξεις
Stretching στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, που εκτείνεται