Stuffy στα ελληνικά
Μετάφραση: stuffy, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνικτικός, μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- baby-linen στα ελληνικά - baby-, μωρού, φύλαξης
- capriciousness στα ελληνικά - ιδιοτροπία
- carcinogen στα ελληνικά - καρκινογόνο, καρκινογόνος, καρκινογόνου, καρκινογόνος ουσία, καρκινογόνου παράγοντα
Τυχαίες λέξεις
Stuffy στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνικτικός, μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη
Μεταφράσεις: αποπνικτικός, μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη