Ten στα ελληνικά

Μετάφραση: ten, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φροντίζω, δέκα, από δέκα, δεκάδα
Ten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assimilating στα ελληνικά - αφομοιώνοντας, αφομοίωση, αφομοιώνει, αφομοιώνουν, αφομοίωσης
  • bankrupting στα ελληνικά - πτώχευση, χρεοκοπούν, χρεοκοπημένο, σε πτώχευση
  • ceaselessly στα ελληνικά - αδιάκοπα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, αδιαλείπτως, αδιάλειπτα
  • ceylon στα ελληνικά - Κεϋλάνη, Κεϋλάνης, την Κεϋλάνη, της Κεϋλάνης
Τυχαίες λέξεις
Ten στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φροντίζω, δέκα, από δέκα, δεκάδα