Too στα ελληνικά

Μετάφραση: too, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσης
Too στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambiguously στα ελληνικά - διφορούμενα, διφορούμενο, αμφισημία, σχετικά διφορούμενο, διφορούμενο τρόπο
  • azores στα ελληνικά - Αζόρες, Αζορών, ΑΖΟΡΕΣ, των Αζορών
  • black-out στα ελληνικά - συσκότισης, διακοπή ρεύματος, γενική διακοπή ρεύματος, συσκότιση
Τυχαίες λέξεις
Too στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσης