Unborn στα ελληνικά
Μετάφραση: unborn, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγέννητος, αγέννητο, αγέννητου, το αγέννητο, αγέννητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absenting στα ελληνικά - απούσα
- adjudged στα ελληνικά - κριθεί, κρίνεται, κηρυχθεί, κηρυχθεί σε, επιδικασθέν
- block στα ελληνικά - στηρίγματα, φραγμός, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
- breathy στα ελληνικά - λαχανιασμένη
Τυχαίες λέξεις
Unborn στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγέννητος, αγέννητο, αγέννητου, το αγέννητο, αγέννητα
Μεταφράσεις: αγέννητος, αγέννητο, αγέννητου, το αγέννητο, αγέννητα