Uncomfortable στα ελληνικά
Μετάφραση: uncomfortable, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβολος, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aiding στα ελληνικά - υποβοήθηση, βοηθώντας, αυτουργία, την υποβοήθηση, βοηθούν
- allusively στα ελληνικά - υπαινικτικά, υπαινικτικό, με υπαινικτικό, υπαινικτικό τρόπο
- axiology στα ελληνικά - αξιολογίας, αξιολογία
Τυχαίες λέξεις
Uncomfortable στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβολος, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη
Μεταφράσεις: άβολος, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη