Unfailing στα ελληνικά

Μετάφραση: unfailing, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάπτωτος, συνεχής, αμείωτος, αδιάλειπτη, αλάνθαστη, αστείρευτη, αδιάπτωτη
Unfailing στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accelerometer στα ελληνικά - επιταχυνσιόμετρο, επιταχυνσιομέτρου, του επιταχυνσιομέτρου, επιταχυνσιόμετρου, επιτάχυνσης
  • attracted στα ελληνικά - προσέλκυσε, προσελκύσει, προσελκύονται, έλκονται, προσέλκυσαν
  • aura στα ελληνικά - φωτοστέφανο
  • battier στα ελληνικά - Battier
Τυχαίες λέξεις
Unfailing στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάπτωτος, συνεχής, αμείωτος, αδιάλειπτη, αλάνθαστη, αστείρευτη, αδιάπτωτη