Unsettled στα ελληνικά
Μετάφραση: unsettled, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άστατος, εκκρεμή, εκκρεμείς, των εκκρεμών, μη διακανονισθείσες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avionics στα ελληνικά - ηλεκτρονικά συστήματα, αεροηλεκτρονικών, αεροηλεκτρονικά, αεροηλεκτρονικών προϊόντων, αεροηλεκτρονικού
- bollocks στα ελληνικά - Αρχίδια
- catalytic στα ελληνικά - καταλυτικός, καταλυτική, καταλυτικής, καταλυτικό, καταλυτικού
Τυχαίες λέξεις
Unsettled στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άστατος, εκκρεμή, εκκρεμείς, των εκκρεμών, μη διακανονισθείσες
Μεταφράσεις: άστατος, εκκρεμή, εκκρεμείς, των εκκρεμών, μη διακανονισθείσες