Usual στα ελληνικά

Μετάφραση: usual, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Usual στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adduced στα ελληνικά - προσκόμισε, προσκομίζει, προσκόμισαν, προσκομίστηκαν, επικαλείται
  • blackboards στα ελληνικά - μαυροπίνακες, πίνακες, μαυροπινακες, μικροι μαυροπινακες
  • carbonation στα ελληνικά - ανθράκωση, ενανθράκωσης, ενανθράκωση, ανθρακικού, την ενανθράκωση
Τυχαίες λέξεις
Usual στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη