Utensil στα ελληνικά

Μετάφραση: utensil, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεύος, σκεύη, σκεύους, μαγειρικά σκεύη, τα μαγειρικά σκεύη
Utensil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archaeological στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
  • caricatured στα ελληνικά - διαστρεβλώνεται, καρικατούρα, υπερβολής και διακωμώδησης, διάθεση υπερβολής και διακωμώδησης
Τυχαίες λέξεις
Utensil στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεύος, σκεύη, σκεύους, μαγειρικά σκεύη, τα μαγειρικά σκεύη