Weak στα ελληνικά
Μετάφραση: weak, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδύναμος, ανίσχυρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- capacity στα ελληνικά - χωρητικότητα
- caucasian στα ελληνικά - Καυκάσιος, καυκάσια, του Καυκάσου, καυκάσιο, Καυκάσιοι
Τυχαίες λέξεις
Weak στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδύναμος, ανίσχυρος
Μεταφράσεις: αδύναμος, ανίσχυρος