Whim στα ελληνικά

Μετάφραση: whim, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπρίτσιο, ιδιοτροπία, καπρίτσια, φαντασιοπληξία
Whim στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apotheosis στα ελληνικά - αποθέωση
  • built-in στα ελληνικά - ενσωματωμένο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένου
  • certificate στα ελληνικά - πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Whim στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπρίτσιο, ιδιοτροπία, καπρίτσια, φαντασιοπληξία