Wholesome στα ελληνικά

Μετάφραση: wholesome, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρεπτικός, υγιεινός, υγιεινό, υγιεινά, υγιεινών, πλούσιο
Wholesome στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • awoken στα ελληνικά - ξύπνησε, ξυπνήσει, ξυπνήσαμε, αφυπνίστηκαν
  • ceremoniousness στα ελληνικά - τυπικότητα, επισημότητα
Τυχαίες λέξεις
Wholesome στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρεπτικός, υγιεινός, υγιεινό, υγιεινά, υγιεινών, πλούσιο