Burrë στα ελληνικά
Μετάφραση: burrë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις
- burg στα ελληνικά - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
- burim στα ελληνικά - πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
- bursë στα ελληνικά - επιχορήγηση, επίδομα, υποτροφία, χορηγώ, επιχορηγώ, υποτροφιών, υποτροφίας, ...
- bushtër στα ελληνικά - σκύλα, θηλυκό, σκύλας, η σκύλα, πουτάνα
Τυχαίες λέξεις
Burrë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις: επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος