Λέξη: πονηρός

Σχετικές λέξεις: πονηρός

πονηρός in english, πονηρός συνώνυμα, πονηρός λεξικό, πονηρός πλαστικός χειρουργός, πονηρός νικόλαος, πονηρός κοσμήματα, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης 1966, πονηρός πράκτωρ καραγκιόζης, πονηρός ο βλάχος, πονηρός ετυμολογία

Συνώνυμα: πονηρός

πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος, κατεργάρης, έξυπνος, επιφυλακτικός, προσεκτικός, απατηλός, ζόρικος, κατεργάρικος, πολυμήχανος, επιτήδειος

Μεταφράσεις: πονηρός

πονηρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tricky, cunning, artful, sly, canny, foxy

πονηρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cautela, artificioso, pillo, bellaco, astuto, astucia, hábil, taimado, astuta, sly, socarrona

πονηρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
listig, kompliziert, knifflig, heikel, kunstvoll, arglist, verzwickt, durchtrieben, hinterlistig, trickreich, reizend, niedlich, routiniert, schlau, verschlagen, verschmitzt, schlauen

πονηρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fallacieux, mignon, madré, agile, astuce, gentil, captieux, habile, rusé, fin, déluré, dégourdi, adresse, insidieux, habileté, dextérité, sournois, malin, cachette, sournoise

πονηρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scaltro, furbo, astuto, astuzia, sornione, subdolo, sly

πονηρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
astuto, ardiloso, ladino, astúcia, destreza, cunning

πονηρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitgeslapen, schattig, sluw, doortrapt, aardig, gewiekst, schalks, snoezig, slim, listig, Sly, sluwe, stiekem, geniep

πονηρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умение, озорной, хлопотливый, продувной, двуличный, ловкий, лукавство, ненадежный, находчивость, ухищренный, хитрый, дошлый, изящный, плутоватый, искусный, изворотливость, Sly, потихоньку, хитрая, хитрой

πονηρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lur, listig, utspekulert, slu, sly, smug

πονηρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illmarig, svek, list, lömsk, skuld, listig, underfundig, bakslug, klipsk, slug, sly, smyg, sluga

πονηρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiperä, juonikas, suloinen, oveluus, soma, viekas, ovela, kavala, luihu, veitikkamainen, sievä, sly, vaivihkaa, salaa, viekkaasti

πονηρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snu, listig, Sly, smug, listigt

πονηρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chytrácký, roztomilý, obratný, vychytralý, dovednost, úskočný, chytrý, prohnanost, zchytralost, prohnaný, podvodný, šikovný, dovedný, důmyslný, mazaný, lstivý, potutelný, Sly

πονηρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cwaniactwo, sprytny, zawiły, chytry, szelmowski, przebiegłość, podstępny, zręczność, frantostwo, zręczny, chytrość, cwany, filuterny, wykrętny, skomplikowany, przebiegły, sly, kryjomu, chytre

πονηρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
furfangos, ravasz, sunyi, alattomos, sly, a ravasz

πονηρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevimli, hilekâr, kurnaz, sinsi, sly, sinsi bir, çaktırmadan

πονηρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лукавий, спритний, спритність, хитрий, підступний, ловкий, вправний, митецький, складний, хитра

πονηρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dinake, tinëzar, dinak, fshehurazi, tinëzare

πονηρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хитър, лукав, Слай, Sly, хитра

πονηρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хітры

πονηρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riukaline, riukalik, konksuga, osav, kaval, kelmikas, Sly, salatsev, salakavala

πονηρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skriven, vješt, prepreden, tajan, lukav, lukava, podmukla, lukavi, lukavog

πονηρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaldrifjaður, lymskur, lymska, Sly

πονηρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
calliditas, astus

πονηρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrus, apgaulus, ironiškas, klastingas, nelegalus

πονηρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izveicīgs, viltīgs, manīgs, izmanīgs, Sly, slepeni, viltīgi

πονηρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
итар, итри, Sly, скришно

πονηρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deştept, viclean, Sly, vicleana, vicleană, șmecher

πονηρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sly, Prebrisani, skrivaj, zvita, Skriven

πονηρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chytrácky, rafinovaný, podivný, prefíkaný, mazaný, mazaná
Τυχαίες λέξεις