Dorë στα ελληνικά

Μετάφραση: dorë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίνω, χέρι, δείκτης, παραδίνω, γάντι, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
Dorë στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • domate στα ελληνικά - ντομάτα, ντομάτες, τομάτες, τοματών, τομάτας, τις ντομάτες
  • dorezë στα ελληνικά - μεταχειρίζομαι, χερούλι, χειρίζομαι, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, ...
  • dosje στα ελληνικά - ντοσιέ, φάκελο, φακέλου, φάκελος, το φάκελο
  • dragua στα ελληνικά - δράκος, δράκων, δράκοντας, δράκο, δράκου
Τυχαίες λέξεις
Dorë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίνω, χέρι, δείκτης, παραδίνω, γάντι, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά