Gjorë στα ελληνικά
Μετάφραση: gjorë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελεεινός, καημένος, πενιχρός, φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
Μεταφράσεις
- gjithësia στα ελληνικά - υφήλιος, κόσμος, δημιουργία, σύμπαν, σύμπαντος, κόσμο, το σύμπαν, ...
- gjoks στα ελληνικά - στήθος, στο στήθος, θώρακα, το στήθος, θωρακικό
- gju στα ελληνικά - γόνατο, γόνατος, γονάτου, του γόνατος, το γόνατο
- gjuetar στα ελληνικά - κυνηγός, Hunter, κυνηγό, κυνηγού, κυνηγών
Τυχαίες λέξεις
Gjorë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελεεινός, καημένος, πενιχρός, φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
Μεταφράσεις: ελεεινός, καημένος, πενιχρός, φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές