Toka στα ελληνικά
Μετάφραση: toka, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώμα, γη, υφήλιος, κόσμος, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Μεταφράσεις
- tmerrshëm στα ελληνικά - φρικτά, φοβερά, απαίσια, τρομακτικά, τρομερά
- tog στα ελληνικά - σωρός, στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρό, σωρού, heap, ...
- tokë στα ελληνικά - γη, έδαφος, προσγειώνομαι, προσγειώνω, χώμα, εδάφους, λόγο, ...
- ton στα ελληνικά - ατμόσφαιρα, τόνος, τόνο, τόνων, τόνου
Τυχαίες λέξεις
Toka στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώμα, γη, υφήλιος, κόσμος, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Μεταφράσεις: χώμα, γη, υφήλιος, κόσμος, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο