Λέξη: αναγνωριζόμενος

Μεταφράσεις: αναγνωριζόμενος

αναγνωριζόμενος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recognisable, recognized, recognizable, allowable, ACCEPTED, cognate

αναγνωριζόμενος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conocido, reconocido, reconocida, reconocidos, reconocidas

αναγνωριζόμενος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anerkannt, erkannt, anerkannten, erfasst, anerkannte

αναγνωριζόμενος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
discernable, reconnu, reconnue, reconnus, reconnues, reconnaître

αναγνωριζόμενος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riconosciuto, riconosciuta, riconosciuti, riconosciute, riconoscimento

αναγνωριζόμενος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reconhecido, reconhecida, reconhecidos, reconhecidas, reconheceu

αναγνωριζόμενος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erkend, erkende, opgenomen, herkend, verantwoord

αναγνωριζόμενος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
признанный, признается, признаются, признан, признана

αναγνωριζόμενος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anerkjent, aner, kjennes, innregnes, gjenkjent

αναγνωριζόμενος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
erkänd, erkänt, erkänts, erkända, erkännas

αναγνωριζόμενος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunnistettava, tunnustettu, kirjataan, tunnustetaan, kirjattu, tunnustettava

αναγνωριζόμενος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anerkendt, anerkendte, indregnes, anerkendes, indregnet

αναγνωριζόμενος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozeznatelný, uznána, uznán, uznány, uznala, uznané

αναγνωριζόμενος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpoznawalny, uznany, rozpoznawane, uznane, rozpoznane, ujmowane

αναγνωριζόμενος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elismert, ismerni, elismerte, felismerte, ismerik

αναγνωριζόμενος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanınan, kabul, tanınmış, muhasebeleştirilir, kaydedilir

αναγνωριζόμενος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визнаний

αναγνωριζόμενος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i njohur, njohur, njihet, njihen, e njohur

αναγνωριζόμενος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
призната, признато, признати, признава, признат

αναγνωριζόμενος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прызнаны, які прызнаны

αναγνωριζόμενος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äratuntav, tunnustatud, kajastatakse, tunnustatakse, kajastatud, tunnistatud

αναγνωριζόμενος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priznat, priznaju se, priznata, prepoznali, prepoznat

αναγνωριζόμενος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðurkennd, viðurkennt, færð, færðar, þekkt

αναγνωριζόμενος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pripažintas, pripažinta, pripažino, pripažįstamas, pripažįstama

αναγνωριζόμενος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atzīta, atzītas, atzīts, atzīti, atzina

αναγνωριζόμενος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
признати, признаена, признаени, призната, признава

αναγνωριζόμενος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recunoscut, recunoscute, recunoscută, a recunoscut, recunoscuta

αναγνωριζόμενος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
priznana, prizna, priznane, priznani, priznano

αναγνωριζόμενος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uznaná, uznané, uznať, uznáva, uznanie
Τυχαίες λέξεις