Λέξη: βαθύς
Σχετικές λέξεις: βαθύς
βαθύς βαθιά βαθύ, βαθύς καθαρισμός προσώπου στο σπίτι, βαθύς καθαρισμός προσώπου και μαύρα στίγματα, βαθύς ύπνος, βαθύς κλίση, βαθύς καθαρισμός προσώπου, βαθύς καθαρισμός δοντιών, βαθύς βήχας, βαθύς καθαρισμός, καθώς συνώνυμα
Συνώνυμα: βαθύς
υγιής, γερός, σώος, φρόνιμος, εξονυχιστικός, εντελής, πλήρης, ακριβής, βαθυστόχαστος, περισπούδαστος, εμβριθής
Μεταφράσεις: βαθύς
βαθύς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
profound, deep, thorough, a deep, bass
βαθύς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grave, profundamente, profundo, hondo, profunda, profundas, de profundidad
βαθύς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tiefgehend, dunkel, unergründlich, hintergründig, geheimnisvoll, mysteriös, tief, tiefsinnig, tiefen, tiefe, tiefer
βαθύς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
énigmatique, grave, mystérieux, encaissé, abîme, épais, bas, obscur, gros, profond, viscérale, grand, profondément, profonde, profondeur, profondes
βαθύς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondo, grave, profondo, profondità, profonda, in profondità
βαθύς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crer, entranhado, lucrar, profundamente, acreditar, lucro, fundo, julgue, profundo, profundidade, profunda
βαθύς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwaar, raadselachtig, diep, laag, geheimzinnig, mysterieus, diepe, inch, deep, diepte
βαθύς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полный, абсолютный, темный, погруженный, глубина, многоводный, беспробудный, таинственный, глубокий, омут, глубокомысленный, утробный, углубленный, басистый, основательный, труднопостигаемый, глубоко, глубокой, глубокое, глубокая
βαθύς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyp, dypsindig, dype, dypt, deep, lav
βαθύς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
djup, grundlig, djupsinnig, djupa, djupt
βαθύς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hämäräperäinen, syvälle, tumma, hämärä, syvällinen, syvällekäyvä, syvä, perusteellinen, äärimmäinen, vaikeaselkoinen, syvän, syvällä, syvään
βαθύς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyb, dybt, dybe, deep
βαθύς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vážný, hluboce, důkladný, těžký, hluboký, velký, hlubina, hluboko, hluboké, hluboká
βαθύς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głęboki, niski, wielki, wiedza, całkowity, gruntowny, głębia, intensywny, głęboko, poważny, głębokość, nałogowy, sromotny, wnikliwy, głębokie, głęboka, głębokości
βαθύς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alapos, beható, mély, mélyen, a mély, mélységes
βαθύς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gizemli, esrarengiz, derin, derin bir, deep, koyu
βαθύς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глибокий, марнотратний, нерозсудливий, розбещений, глибина, марнотрат, глибоко
βαθύς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thellë, të thellë, thellë të, të thellë të, e thellë
βαθύς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дълбоко, дълбок, дълбока, дълбоки, дълбоката
βαθύς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глыбокi, грубы, глыбока
βαθύς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paks, tähendusrikas, sügav, sügavat, sügava, sügavale, sügavad
βαθύς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dubina, duboko, razuzdan, ozbiljan, raspikuća, dubinski, dubok, duboka, duboke, duboki
βαθύς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
djúpur, dimmur, djúpt, djúp, djúpum, langt
βαθύς στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
profundus
βαθύς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žemas, gilus, paslaptingas, giliai, gylio, giliavandenių, giliųjų
βαθύς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīklains, dziļš, tumšs, zems, piesātināts, dziļi, dziļa, dziļu, dziļo
βαθύς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
длабоко, длабока, длабоки, длабоката, длабок
βαθύς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
profund, adânc, adâncime, profundă, în adâncime
βαθύς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
globok, globoko, deep, globoka, globoke
βαθύς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlboko, hlboký, hlboké, hlboká
Τυχαίες λέξεις