Λέξη: πάσσαλος

Σχετικές λέξεις: πάσσαλος

πάσσαλος γαλβανίζε για αμπέλι, αμπελουργικός πάσσαλος, πάσσαλος γαλβανιζέ φ48, πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται

Συνώνυμα: πάσσαλος

ξύλινο καρφίο, παλούκι, σωρός, στοίβα, στοιβάδα, πυρά, οικοδομή, κοντάρι, πείρος, τάπα, στοίχημα, απεργοφύλαξ, φρουρά, προφυλακή

Μεταφράσεις: πάσσαλος

πάσσαλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stake, pole, peg, pile, spile

πάσσαλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
polo, aventurar, poste, puesta, estaca, clavija, espiga, PEG, paridad

πάσσαλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsatz, marterpfahl, pfahl, pflock, mast, beteiligung, pfosten, stab, anteil, pol, spieleinsatz, wette, stange, Stift, Pflock, Wirbel, Haken, Klammer

πάσσαλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tuteur, placer, pal, pole, pilier, barre, bâton, pôle, tuteurer, polonais, gaule, perche, pieu, pile, placement, poteau, cheville, PEG, de PEG, le PEG, pion

πάσσαλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stanga, asta, polo, picchetto, palo, scommessa, piolo, PEG, spina, piolo di, di PEG

πάσσαλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mourão, polaco, poste, vara, pólo, escadas, venenoso, estaca, cavilha, PEG, de PEG, o PEG

πάσσαλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stijl, paal, heipaal, post, deurpost, staak, weddenschap, kuil, pool, pin, kapstok, ploeteren, PEG, pen

πάσσαλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лях, древко, кол, столб, багор, жердь, стойка, полька, шест, рисковать, столп, заклад, веха, орясина, надолба, поляк, колышек, ПЭГ, PEG, привязка, колок

πάσσαλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
staur, innsats, stang, påle, veddemål, peg, pinne, pinnen, tappen

πάσσαλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
satsa, stång, stolpe, påle, PEG, pinne, tappen, tapp

πάσσαλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salko, panos, puolalainen, paalu, veto, rovio, kanki, sauva, seiväs, pylväs, pieli, aisa, riuku, varras, tolppa, sauvoa, tappi, PEG

πάσσαλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pind, PEG, tap, tappen

πάσσαλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vklad, žerď, sázka, riskovat, nasadit, stožár, klacek, vsadit, kůl, tyč, hranice, sloup, bidlo, kolík, věšák, čep, PEG, kolíček

πάσσαλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tyczka, zakładać, palik, wyścig, drąg, kłonić, wkład, kołek, żerdź, kłonica, stos, stawiać, podstawa, stawka, ryzykować, udział, czop, PEG, zatyczką

πάσσαλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elektród, sark, díj, elektródpólus, pólus, borbélycégér, horgászbot, nyél, sarkpont, árboc, bot, érdekeltség, origó, lóverseny, szeg, PEG, a PEG, leértékeléses

πάσσαλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
direk, kazık, dübel, peg, mandal, pimi, kazığı

πάσσαλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кілок, ставка, віха, кілочок, колишек

πάσσαλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hu, kunj, gotëz, kap me kapëse, varëse, kapëse rrobash

πάσσαλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ставка, шест, колче, клин, щифт, закачалка, тапа

πάσσαλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слуп, калок, калочак

πάσσαλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuleriit, post, poolus, võidusumma, vai, mast, pulk, PEG, pulga, fikseeritud vahetuskursi

πάσσαλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mjera, ulog, motka, čaklja, pol, udjela, poljak, kolac, klin, vješalica, zapušač, ključ za zatezanje žica, baciti

πάσσαλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimskaut, staur, Peg, fastgengisstefna, pinna, fastgengisstefnunnar, titturinn

πάσσαλος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
polus, asser

πάσσαλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kablys, besti, kaištelis, gembinė, konjako porcija

πάσσαλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pālis, derības, miets, likme, stabs, tapa, vadzis, peg, mietiņš, tapveidīgu

πάσσαλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колче, врзувањето, фиксниот девизен курс, фиксирањето, врзување

πάσσαλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţăruş, stâlp, par, pariu, cuier, cui, țăruș, cârlig, știft

πάσσαλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pól, polák, peg, vezava, zatič, valjček, klin

πάσσαλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tyč, pole, pól, kolík
Τυχαίες λέξεις