Акумулатор στα ελληνικά
Μετάφραση: акумулатор, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акула στα ελληνικά - καρχαρίας, καρχαρία, καρχαριών, του καρχαρία, των καρχαριών
- акула-людоед στα ελληνικά - καρχαρία, καρχαρίας, καρχαριών, του καρχαρία, των καρχαριών
- акустика στα ελληνικά - ακουστική, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
- акциз στα ελληνικά - ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ειδικού φόρου κατανάλωσης
Τυχαίες λέξεις
Акумулатор στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών