Безполезен στα ελληνικά

Μετάφραση: безполезен, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανωφελής, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες
Безполезен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безобразие στα ελληνικά - παραμόρφωση, ντροπή, κρίμα, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
  • безопасност στα ελληνικά - ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
  • безработица στα ελληνικά - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
  • безразличния στα ελληνικά - απαθής, αδιάφορος, αδιάφορη, αδιάφοροι, αδιάφορο, αδιαφορεί
Τυχαίες λέξεις
Безполезен στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανωφελής, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες