Ανωφελής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ανωφελής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безполезен, profitless
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανωφελής
ανωφελής κώνωψ, ο ανωφελήσ, ανωφελής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανωφελής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ανωριμότητα στα βουλγαρικά - незрелост, недоразвитост, незрялост, недоразвитие, незрялостта
- ανωτερότητα στα βουλγαρικά - превъзходство, превъзходството, предимство, надмощие
- ανόητος στα βουλγαρικά - глупак, заблуди, заблуждава, глупако, заблудят
- ανύπαντρος στα βουλγαρικά - неженен, неомъжена, сключил брак, е сключил брак, несключил брак
Τυχαίες λέξεις
Ανωφελής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: безполезен, profitless
Μεταφράσεις: безполезен, profitless