Вето στα ελληνικά
Μετάφραση: вето, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρνησικυρία, βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, το βέτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветеран στα ελληνικά - παλαίμαχος, βετεράνος, βετεράνο, παλαίμαχο, βετεράνου
- ветеринар στα ελληνικά - κτηνιατρικός, κτηνίατρος, κτηνίατρο, κτηνίατρό, τον κτηνίατρό, vet
- ветроходство στα ελληνικά - πλεύση, ναυτιλία, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση
- вечеринка στα ελληνικά - εσπερίδα, Βεγγέρα, soiree, δεξίωσης, εσπερίδα που
Τυχαίες λέξεις
Вето στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρνησικυρία, βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, το βέτο
Μεταφράσεις: αρνησικυρία, βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, το βέτο