Αρνησικυρία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αρνησικυρία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вето, на вето, право на вето, ветото, вето на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνησικυρία
αρνησικυρία ορισμός, αρνησικυρία συνωνυμο, λαϊκή αρνησικυρία, αρνησικυρία τι είναι, αναβλητική αρνησικυρία, αρνησικυρία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αρνησικυρία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αρμόζων στα βουλγαρικά - сглобяване, подходящ, монтаж, монтиране, фитинг
- αρνί στα βουλγαρικά - агнешко, агне, агнешко месо, агнета, агнешки
- αρνητικά στα βουλγαρικά - отрицателен, негативен, отрицателно, отрицателна, негативно
- αρουραίος στα βουλγαρικά - плъх, плъхове, рът, на плъх, плъши
Τυχαίες λέξεις
Αρνησικυρία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вето, на вето, право на вето, ветото, вето на
Μεταφράσεις: вето, на вето, право на вето, ветото, вето на