Λέξη: θεολόγος

Σχετικές λέξεις: θεολόγος

θεολόγος δημητριάδης, θεολόγος μιχελλής, θεολόγος μιχαηλίδης, θεολόγος στρατηγός, θεολόγος κοσμήματα πειραιάς, θεολόγος ψαραδέλλης, θεολόγος κόσμημα, θεολόγος φθιώτιδας, θεολόγος κάππος, θεολόγος θάσου

Συνώνυμα: θεολόγος

κληρικός

Μεταφράσεις: θεολόγος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
theologian, theologist, Theologos, a theologian
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
teólogo, el teólogo, teóloga, teólogo de, teólogos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
theologe, Theologe, Theologen, Theologin
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
théologien, théologienne, le théologien, théologien de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
teologo, il teologo, teologa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
teólogo, teóloga, o teólogo, teólogos, theologian
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
theoloog, theologian, theologe, theologen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
богослов, теолог, богословом, богослова, теологом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teolog, teologen, teologer, teolog og
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teolog, teologen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teologi, teologin, teologina, teologian
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
teolog, teologen, Theolog, teologer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
teolog, bohoslovec, teologem, teologa, bohoslovce
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
teolog, teologiem, teologa
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teológus, hittudós, teológusa, teológusnak, teológust
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilahiyatçı, teolog, teologu, tanrıbilimci, ilahiyatçısı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
богослов
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
teolog, teologu, teolog i, teologu i, theolog
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
богослов, теолог, теологът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
багаслоў, тэолаг, тэоляг, каб тэолаг, тэолагам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teoloog, teoloogi, teoloogina, usuteadlane
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bogoslov, teolog, teologa, teologinja, teologu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
guðfræðingur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
theologus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teologas, teologo, teologu, teologijos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
teologs, teologu, teologa, teoloģe
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
теолог, Богослов, теологот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
teolog, teologul, teologului, un teolog, teolog de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
teolog, teologa, theologian, teologinja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bohoslovec, teológ, teológa, teolog

Στατιστικά δημοτικότητας: θεολόγος

Τυχαίες λέξεις