Висящия στα ελληνικά
Μετάφραση: висящия, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαδαρός, κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- висок στα ελληνικά - μηνίγγι, μελίγγι, υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
- височина στα ελληνικά - υψόμετρο, ύψος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
- витрина στα ελληνικά - βιτρίνα, προθήκη, βιτρίνας, προθήκης
- вихри στα ελληνικά - δίνες, στρόβιλοι, δινών, στροβίλων, στροβίλους
Τυχαίες λέξεις
Висящия στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαδαρός, κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
Μεταφράσεις: πλαδαρός, κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται