Владение στα ελληνικά
Μετάφραση: владение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влагалище στα ελληνικά - κολεός, κόλπος, κόλπο, κόλπου, του κόλπου, τον κόλπο
- владелец στα ελληνικά - θήκη, ένοικος, κάτοχος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο
- владения στα ελληνικά - αρμοδιότητα, κυριαρχία, περιοχή, κτήση, κατοχές, υπάρχοντά, κτήσεις, ...
- влак στα ελληνικά - αμαξοστοιχία, τρένο, εκπαιδεύω, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Τυχαίες λέξεις
Владение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
Μεταφράσεις: κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή