Голей στα ελληνικά

Μετάφραση: голей, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνός, Golay, του Golay, Golay θα
Голей στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • годно στα ελληνικά - ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
  • гоен στα ελληνικά - σάλπιγγα, goen
  • голова στα ελληνικά - κεφάλι, ηγούμαι, γκολ, στόχος, στόχο, στόχου, ο στόχος
  • гольо στα ελληνικά - δακτύλιος, golyo
Τυχαίες λέξεις
Голей στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνός, Golay, του Golay, Golay θα