Дар στα ελληνικά
Μετάφραση: дар, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεά, χάρισμα, πεσκέσι, συνεισφορά, δώρο, συμβολή, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- давление στα ελληνικά - τόνος, στρες, πίεση, τονίζω, άγχος, davlenie
- данък στα ελληνικά - προβληματίζω, φόρος, φορολογώ, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
- дарение στα ελληνικά - συνεισφορά, δωρεά, συμβολή, δωρεάς, τη δωρεά, αιμοδοσία, αιμοδοσίας
- датчик στα ελληνικά - αισθητήρας, ανιχνευτής, αισθητήρα, του αισθητήρα, αισθητήρων, αισθητήριο
Τυχαίες λέξεις
Дар στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεά, χάρισμα, πεσκέσι, συνεισφορά, δώρο, συμβολή, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα
Μεταφράσεις: δωρεά, χάρισμα, πεσκέσι, συνεισφορά, δώρο, συμβολή, δώρων, δώρου, το δώρο, δώρα