Συνεισφορά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνεισφορά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дар, подаряване, дарение, принос, участие, вноска, приноса, вноски
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεισφορά
συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο, συνεισφορά translation, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνεισφορά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνειδητά στα βουλγαρικά - съзнателно, съзнателно да, съзнателно се, осъзнато, умишлено
- συνεισφέρω στα βουλγαρικά - допринесе, допринася, допринасят, допринесат, да допринесе
- συνενώνω στα βουλγαρικά - конгломерат, конгломерати, конгломерата
- συνεπάγομαι στα βουλγαρικά - предполага, предполагат, означавало, означава
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφορά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дар, подаряване, дарение, принос, участие, вноска, приноса, вноски
Μεταφράσεις: дар, подаряване, дарение, принос, участие, вноска, приноса, вноски